αναπόσβεστος

αναπόσβεστος
η , ο [ος , ον ]
1) непогашенный, невыплаченный (о долге); 2) неугасший, стойкий (о чувстве и т. п.); 3) непокрытый (о расходах, затратах); 4) незабытый; незабываемый, неизгладимый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αναπόσβεστος" в других словарях:

  • αναπόσβεστος — η, ο (Α ἀναπόσβεστος, ον) [ἀποσβέννυμι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν αποσβέστηκε ή δεν μπορεί κανείς να αποσβέσει, αδιάγραπτος, ανεξίτηλος 2. αυτός που δεν εξοφλήθηκε, ανεξόφλητος, απλήρωτος αρχ. αυτός που δεν σβήνει, ο άσβηστος …   Dictionary of Greek

  • αναπόσβεστος — η, ο 1. αυτός που δεν αποσβέστηκε, δε διαγράφηκε: Έχω ακόμη μερικές οικονομικές υποχρεώσεις αναπόσβεστες. 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να διαγράψει, να ξοφλήσει: Έχω μια αναπόσβεστη οφειλή απέναντί σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναπόσβεστον — ἀναπόσβεστος inextinguishable masc/fem acc sg ἀναπόσβεστος inextinguishable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»